- άδωρος, -η
- -ο αυτός που είναι άχρηστος ως δώρο, ανώφελος: Τώρα που του το στέλνανε ήταν πια δώρο άδωρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄδωρος — taking no gifts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδωρος — η, ο (Α ἄδωρος, ον) 1. αυτός που δεν δέχεται δώρα, ο αδωροδόκητος, ανεξαγόραστος, αδιάφθορος 2. φρ. «δώρον άδωρον» και αρχ. «δῶρα ἅδωρα», άχρηστο δώρο, ανώφελη, μάταιη προσφορά αρχ. αυτός που δεν δίνει δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δῶρον. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
ἀδωροτάτων — ἄδωρος taking no gifts fem gen superl pl ἄδωρος taking no gifts masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδωρότατα — ἄδωρος taking no gifts adverbial superl ἄδωρος taking no gifts neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδωρότατον — ἄδωρος taking no gifts masc acc superl sg ἄδωρος taking no gifts neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδώρως — ἄδωρος taking no gifts adverbial ἄδωρος taking no gifts masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδωρον — ἄδωρος taking no gifts masc/fem acc sg ἄδωρος taking no gifts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδωροτάτοις — ἄδωρος taking no gifts masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδωροτάτου — ἄδωρος taking no gifts masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδωροτάτους — ἄδωρος taking no gifts masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)